- δημολογικος
- δημολογικόςδημο-λογικός3умеющий говорить перед народом Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δημολογικός — ή, ό (Α δημολογικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δημολογία αρχ. ο έμπειρος αγοραστής … Dictionary of Greek
δημολογικόν — δημολογικός suited to public speaking masc acc sg δημολογικός suited to public speaking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)